Σάββατο, 18 Μάιος 2024, 11:02 πμ
Ιστότοπος: Σχολή Πολιτικής Αεροπορίας
Μάθημα: Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms /ABRIVIATION LIST (ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΔΕΚ (ΑΤΜ))
Γλωσσάριο: Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms
C

communications, navigation and surveillance // CNS

επικοινωνίες, πλοήγηση και επιτήρηση

communications, navigation, and surveillance/air traffic management // CNS/ATM

επικοινωνίες, πλοήγηση και επιτήρηση/διαχείριση εναέριας κυκλοφορίας

compacted snow

συμπιεσμένο χιόνι

competence

επάρκεια

competency

επάρκεια, ικανότητα

competency element

στοιχείο ικανότητας, στοιχείο επάρκειας

competency unit

μονάδα ικανότητας, μονάδα επάρκειας

competent member state

αρμόδιο κράτος μέλος

complex motor-powered aircraft

σύνθετο μηχανοκίνητο αεροσκάφος

comply (to)

συμμορφώνομαι