Κυριακή, 19 Μάιος 2024, 4:23 μμ
Ιστότοπος: Σχολή Πολιτικής Αεροπορίας
Μάθημα: Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms /ABRIVIATION LIST (ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΔΕΚ (ΑΤΜ))
Γλωσσάριο: Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms
C
cabin fireφωτιά στον χώρο της καμπίνας επιβατών, πυρκαγιά στον χώρο της καμπίνας επιβατών
|
calculate (to)υπολογίζω
|
calendarημερολόγιο
|
canardριναίο πηδάλιο ανόδου - καθόδου
|
cancellation // CNLακύρωση
|
canopyκαλύπτρα
|
capabilityικανότητα
|
capacitor discharge lightλυχνία φωτεινών εκκενώσεων
|
capacityχωρητικότητα, δυναμικότητα
|
cargoφορτίο, εμπόρευμα
|
cargo flightπτήση μεταφοράς εμπορευμάτων
|
cargo terminalεμπορευματικός σταθμός
|
case study // Caseμελέτη περίπτωσης, περιπτωσιακή μελέτη
|
categories of aeroplanesκατηγορίες αεροπλάνων
|
categories of precision approach operationsκατηγορίες [λειτουργιών] προσέγγισης ακριβείας
|
causesαίτια
|
CAVOK // CAVOKCAVOK
|
ceilingοροφή
|
central flow management unit // CFMUκεντρική μονάδα διαχείρισης [της] ροής
|
certificateπιστοποιητικό
|
certificationπιστοποίηση
|
certified aerodromeπιστοποιημένο αεροδρόμιο
|
certify as airworthy (to)πιστοποιώ πτητική ικανότητα
|
change managementδιαχείριση αλλαγών
|
changeover pointσημείο αλλαγής
|
channelδίαυλος, κανάλι
|
channel spacingδιαχωρισμός διαύλων [επικοινωνίας], διαυλοποίηση
|
characterise (to)χαρακτηρίζω
|
charging schemeμηχανισμός χρέωσης
|
check (to)ελέγχω
|
check flightπτήση ελέγχου
|
Chicago conventionσύμβαση του Σικάγου
|
chief executive officer // CEOδιευθύνων σύμβουλος
|
chocksτροχοεμποδιστήρες, τσοκς
|
choose (to)επιλέγω
|
circle (το)πραγματοποιώ κύκλο
|
circling approachκυκλική προσέγγιση
|
circular // Cirεγκύκλιος
|
cirrocumulus // CCθυσανοσωρείτες
|
cirrostratus // CSθυσανοστρώματα
|
cirrus // CIθύσανοι
|
civil air navigation services organisation // CANSOοργανισμός υπηρεσιών πολιτικής αεροναυτιλίας
|
civil aviation authority // CAAυπηρεσία πολιτικής αεροπορίας, αρχή πολιτικής αεροπορίας // ΥΠΑ
|
civil aviation training centre // CATCκέντρο εκπαίδευσης πολιτικής αεροπορίας // ΣΠΟΑ
|
civil-military coordinationσυντονισμός πολιτικού και στρατιωτικού τομέα
|
clearance functionλειτουργική οργάνωση εξουσιοδότησης
|
clearance limitόριο εξουσιοδότησης
|
clearance void timeχρόνος λήξης εξουσιοδότησης
|
clearway // CWYπεριοχή ελεύθερη εμποδίων
|
climb outφάση [αρχικής] ανόδου
|
climb out areaπεριοχή [αρχικής] ανόδου
|
co-pilotσυγκυβερνήτης
|
coastedυπολογισμός κατά παρέκταση [μακράς περιόδου]
|
cockpitθάλαμος διακυβέρνησης, πιλοτήριο
|
cockpit voice recorder // CVRαποτυπωτής ομιλίας θαλάμου διακυβέρνησης, καταγραφικό ομιλιών πιλοτηρίου
|
code (SSR)κώδικας (SSR), κωδικός (SSR)
|
code allocation listκατάλογος εκχώρησης κωδικών, κατάλογος διανομής κωδικών
|
coded designatorκωδικοποιημένος προσδιοριστής
|
collaborative decision making // CDMσυνεργατική λήψη αποφάσεων
|
collect (to)συλλέγω
|
commercial air transportεμπορική αερομεταφορά, εμπορική αεροπορική μεταφορά
|
commercial air transport movementsκινήσεις εμπορικών αερομεταφορών, εμπορικές αεροπορικές κινήσεις
|
commercial air transport operationδραστηριότητα εμπορικής αερομεταφοράς, λειτουργία εμπορικής αερομεταφοράς
|
commercial operationεμπορική δραστηριότητα
|
commercially important person // CIPεταιρικός επίσημος
|
committee on aviation environmental protection // CAEPεπιτροπή για την αεροπορική περιβαλλοντική προστασία
|
common ICAO data interchange network // CIDINκοινό δίκτυο ICAO για ανταλλαγή δεδομένων
|
common pointκοινό σημείο
|
communication servicesυπηρεσίες επικοινωνιών
|
communications // COMεπικοινωνίες
|
communications, navigation and surveillance // CNSεπικοινωνίες, πλοήγηση και επιτήρηση
|
communications, navigation, and surveillance/air traffic management // CNS/ATMεπικοινωνίες, πλοήγηση και επιτήρηση/διαχείριση εναέριας κυκλοφορίας
|
compacted snowσυμπιεσμένο χιόνι
|
competenceεπάρκεια
|
competencyεπάρκεια, ικανότητα
|
competency elementστοιχείο ικανότητας, στοιχείο επάρκειας
|
competency unitμονάδα ικανότητας, μονάδα επάρκειας
|
competent member stateαρμόδιο κράτος μέλος
|
complex motor-powered aircraftσύνθετο μηχανοκίνητο αεροσκάφος
|
comply (to)συμμορφώνομαι
|
comptence assessorαξιολογητής επάρκειας
|
comptence examinerεξεταστής επάρκειας
|
computerυπολογιστής
|
computer-based training // CBTεκπαίδευση βασισμένη σε υπολογιστή, πληροφορικοπαγής εκπαίδευση
|
computer/web-based training // CWBTεκπαίδευση βασισμένη σε υπολογιστή / διαδίκτυο
|
concept of operationαρχές λειτουργίας
|
concept of useτρόπος χρήσης
|
concurrent wind directionσυμπίπτουσα διεύθυνση ανέμου
|
concurrent wind speedσυμπίπτουσα ταχύτητα ανέμου
|
condensation trail (contrail)ίχνος συμπύκνωσης
|
conditional clearanceυπό συνθήκη εξουσιοδότηση
|
conditional route // CDRδιαδρομή υπό όρους, υπό συνθήκη διαδρομή
|
conduct (to)διεξάγω
|
cone of silenceκώνος σιγής
|
conference communicationsεπικοινωνίες διάσκεψης
|
configurationδιαμόρφωση
|
configuration dataδεδομένα διαμόρφωσης
|
confirm (to)επιβεβαιώνω
|
conflictεμπλοκή
|
conflict detectionανίχνευση εμπλοκής
|
conflict alertσυνέγερση εμπλοκής
|
conflict horizonορίζοντας εμπλοκής
|
conflict management // CMδιαχείριση εμπλοκής(-ών)
|
conflict searchαναζήτηση εμπλοκής(-ών)
|
congestionσυμφόρηση, συνωστισμός
|
consider (to)εξετάζω [προσεκτικά]
|
conspicuity codeκωδικός ευδιακριτότητας
|
constant descent arrivalάφιξη σταθερής καθόδου
|
constituentsσυστατικά στοιχεία
|
constraintπεριορισμός
|
contact pointσημείο επαφής
|
contaminated runwayρυπασμένος διάδρομος, διάδρομος με επικαθίσεις
|
contaminationρύπανση, επικάθιση
|
contentπεριεχόμενο
|
contingencyέκτακτη κατάσταση, απρόοπτη κατάσταση, απρόοπτο
|
contingency life-cycleκύκλος ζωής έκτακτων καταστάσεων, κύκλος ζωής απρόοπτων καταστάσεων
|
contingency modesπεριπτώσεις (είδη) έκτακτων καταστάσεων, περιπτώσεις (είδη) απρόοπτων καταστάσεων
|
contingency planσχέδιο [αντιμετώπισης] έκτακτων καταστάσεων, σχέδιο [αντιμετώπισης] απρόοπτων καταστάσεων
|
contingency planningσχεδιασμός [αντιμετώπισης] έκτακτων καταστάσεων, σχεδιασμός [αντιμετώπισης] απρόοπτων καταστάσεων
|
continuation trainingσυνεχής εκπαίδευση
|
continuing oversightσυνεχής επίβλεψη, συνεχής επιτήρηση
|
continuityσυνέχεια
|
continuous day and night service // H24συνεχής εικοσιτετράωρη υπηρεσία
|
continuous descend approach // CDAπροσέγγιση σταθερής καθόδου
|
control sectorτομέας ελέγχου
|
control areaπεριοχή ελέγχου
|
control assistantβοηθός ελεγχου
|
control zone // CTRζώνη ελέγχου
|
controlled airspace (instrument/visual)ελεγχόμενος εναέριος χώρος (ενόργανος/εξ όψεως)
|
controlled aerodromeελεγχόμενο αεροδρόμιο
|
controlled airspaceελεγχόμενος εναέριος χώρος
|
controlled airspace (instrument restricted)ελεγχόμενος εναέριος χώρος (μόνο ενόργανες πτήσεις)
|
controlled airspace (visual exempted)ελεγχόμενος (εκτός των VFR) εναέριος χώρος
|
controlled flightελεγχόμενη πτήση
|
controlled flight into terrain // CFITπρόσκρουση ελεγχόμενης πτήσης στο έδαφος
|
controlled VFR flightελεγχόμενη VFR πτήση
|
controllerελεγκτής
|
controller pilot data link communications // CPDLCεπικοινωνίες δεδομένων μεταξύ ελεγκτή - χειριστή αεροσκάφους, επικοινωνίες ζεύξης δεδομένων ελεγκτή-πιλότου
|
controlling military unitστρατιωτική μονάδα ελέγχου
|
converging aircraftσυγκλίνοντα αεροσκάφη, κατά μέτωπον
|
converging runway display aid // CRDAβοήθημα απεικόνισης συγκλινόντων διαδρόμων, βοήθημα οπτικής παρουσίασης συγκλινόντων διαδρόμων
|
conversion trainingεκπαίδευση μετατροπής
|
cooperative decision makingσυλλογική λήψη αποφάσεων, συνεργατική λήψη αποφάσεων
|
cooperative separationσυνεργατικός διαχωρισμός
|
cooperative surveillanceσυνεργατική επιτήρηση
|
cooperative surveillance chainσυνεργατική αλυσίδα επιτήρησης
|
coordinate (to)συντονίζω
|
coordinated universal time // UTCσυντονισμένη παγκόσμια ώρα
|
coordination // CDNσυντονισμός
|
coordination dataδεδομένα συντονισμού
|
coordination pointσημείο συντονισμού
|
corpusκύριο σώμα
|
correct and complete EATMN software verificationορθή και πλήρης επαλήθευση του λογισμικού ΕΔΔΕΚ
|
corrective actionδιορθωτικό μέτρο, διορθωτική ενέργεια
|
correlationσυσχέτιση, συσχετισμός
|
cost baseβάση υπολογισμού
|
cotsεμπορικά ετοιμοπαράδοτο προϊόν
|
course leaderσυντονιστής [εκπαιδευτικής] σειράς, συντονιστής [εκπαιδευτικού] προγράμματος
|
crashσυντριβή
|
crash alarmσυναγερμός συντριβής, συναγερμός ατυχήματος
|
crash tenderπυροσβεστικό όχημα επέμβασης σε αεροπορικά ατυχήματα
|
credit (in the context of alternative means or prior qualifications)αναγνώριση
|
crew resource management // CRMολοκληρωμένη αξιοποίηση πληρώματος, διαχείριση πόρων πληρώματος
|
crisis management centre // SMCκέντρο διαχείρισης κρίσεων
|
critical eventκρίσιμο συμβάν
|
critical incident stressστρες [λόγω] κρίσιμων περιστατικών
|
critical incident stress management // CISMδιαχείριση [του] στρες [λόγω] κρίσιμων περιστατικών
|
critical part of the airportκρίσιμο τμήμα του αερολιμένα
|
cross bleed (or feed)διασταυρούμενη τροφοδότηση, σύνθετη τροφοδότηση
|
cross bleed (or feed) [engine] startεκκίνηση [κινητήρων] διασταυρούμενης τροφοδότησης, εκκίνηση [κινητήρων] σύνθετης τροφοδότησης
|
cross-border airspaceδιασυνοριακός εναέριος χώρος, διαμεθοριακός εναέριος χώρος
|
cross-border servicesδιασυνοριακές υπηρεσίες
|
cross-countryαεροναυτιλιακό ταξίδι
|
crosswindπλάγιος άνεμος, πλευρικός άνεμος, εγκάρσιος άνεμος
|
cruise climbάνοδος πλεύσης
|
cruise climb (to)εκτελώ άνοδο πλεύσης
|
cruising levelεπίπεδο πλεύσης
|
cruising speedταχύτητα πλεύσης
|
cumulonimbus // CBσωρειτομελανίας
|
cumulus // CUσωρείτες
|
current data authorityτρέχουσα αρχή δεδομένων
|
current flight plan // CPLισχύον σχέδιο πτήσης
|
cutoverμετάζευξη, σύνδεση εν θερμώ
|
cyclic redundancy check // CRCπεριοδικός έλεγχος επάρκειας
|