Τρίτη, 29 Απρίλιος 2025, 1:47 πμ
Ιστότοπος: Σχολή Πολιτικής Αεροπορίας
Μάθημα: Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms (ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΔΕΚ (ΑΤΜ))
Γλωσσάριο: Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms
O
objective[αντικειμενικός] στόχος
|
obscurationsαποκρύψεις (υδρομετέωρα & λιθομετέωρα)
|
obscuredαποκρυπτόμενη
|
obstacleεμπόδιο
|
obstacle assessment surface // OASεπιφάνεια εκτίμησης εμποδίων
|
obstacle clearance altitude // OCAαπόλυτο ύψος αποφυγής εμποδίων
|
obstacle clearance altitude/height // OCA/Hαπόλυτο/σχετικό ύψος αποφυγής εμποδίων
|
obstacle clearance height // OCHσχετικό ύψος αποφυγής εμποδίων
|
obstacle free zone // OFZελεύθερη εμποδίων ζώνη, περιοχή ελεύθερη εμποδίων
|
obstacle lightsφώτα εμποδίων
|
obstruction lightsφώτα εμποδίων
|
obtain (to)λαμβάνω, παίρνω
|
occasional (rain)σποραδική (βροχή)
|
occupational health & safety management system // OHSMSσύστημα διαχείρισης επαγγελματικής υγείας και ασφάλειας
|
occupational safety, health & environment // OSHEπεριβάλλον επαγγελματικής υγείας και ασφάλειας
|
off-blockαναχώρηση από τη θέση στάθμευσης
|
offset-carrier systemσύστημα φέροντος με μετατόπιση, σύστημα μετατοπισμένου φέροντος
|
oil pressureπίεση λαδιών
|
OJTI endorsementκαταχώριση OJTI
|
omnidirectionalπαγκατευθυντικός
|
on-boardεπί του σκάφους, στο σκάφος, επινήιος
|
on-the-job training // OJTεκπαίδευση στην πράξη, επι το έργον εκπαίδευση
|
on-the-job training instructor // OJTIεκπαιδευτής [εκπαίδευσης] στην πράξη, εκπαιδευτής επί το έργον [εκπαίδευσης]
|
on-the-job training instructor endorsementκαταχώριση εκπαιδευτή [εκπαίδευσης] στην πράξη, καταχώριση εκπαιδευτή επί το έργον [εκπαίδευσης]
|
operate (to)λειτουργώ
|
operate an ATM functionality (to)εκμεταλλεύομαι μια λειτουργική δυνατότητα ΔΕΚ
|
operating organisationοργανισμός λειτουργίας
|
operational logεπιχειρησιακό ημερολόγιο
|
operational conceptεπιχειρησιακό σκεπτικό, γενικό επιχειρησιακό σχέδιο
|
operational concept document // OCDέγγραφο επιχειρησιακού σκεπτικού, έγγραφο γενικού επιχειρησιακού σχεδίου
|
operational concept visionόραμα επιχειρησιακού σκεπτικού, όραμα γενικού επιχειρησιακού σχεδίου
|
operational controlεπιχειρησιακός έλεγχος
|
operational dataεπιχειρησιακά δεδομένα
|
operational interrogator codeεπιχειρησιακός κωδικός ερωτηματοθέτη
|
operational meteorological information // OPMETεπιχειρησικακές μετεωρολογικές πληροφορίες
|
operational planσχέδιο [επιχειρησιακής] λειτουργίας, επιχειρησιακό σχέδιο
|
operational requirement // ORεπιχειρησιακή απαίτηση
|
operational stakeholdersενδιαφερόμενοι επιχειρησιακοί φορείς, επιχειρησιακοί συμφεροντούχοι
|
operator [aircraft]φορέας εκμετάλλευσης [αεροσκάφους]
|
optionεπιλογή, εναλλακτική δυνατότητα
|
orbit (το)είμαι σε τροχιά
|
organisationοργανισμός
|
organise (to)οργανώνω
|
originatorαποστολέας
|
orthometric heightορθομετρικό ύψος
|
out of orderεκτός λειτουργίας
|
out of serviceεκτός λειτουργίας
|
outage (in the context of contingency)διακοπή λειτουργίας
|
outboundαπερχόμενος
|
outer markerεξωτερικός σημαντήρας
|
over-flightυπέρπτηση
|
overload toleranceανοχή υπερφόρτωσης
|
override (to)υπερσκελίζω, υπερβαίνω, κάνω υπέρβαση
|
overrunυπέρβαση τέλους διαδρόμου [προσγείωσης], μακρά προσγείωση
|
overshootυπέρβαση τέλους διαδρόμου [προσγείωσης], μακρά προσγείωση
|
oversightεποπτεία
|
overtaking aircraftυπερφαλαγγίζον αεροσκάφος
|
overwingεπιπτερύγιος
|
own powerμε ίδια στοιχεία [ισχύος]
|
own separationμε ίδιο διαχωρισμό, με δικό μου(σου,…κοκ) διαχωρισμό
|