Σάββατο, 18 Μάιος 2024, 9:49 πμ
Ιστότοπος: Σχολή Πολιτικής Αεροπορίας
Μάθημα: Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms /ABRIVIATION LIST (ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΔΕΚ (ΑΤΜ))
Γλωσσάριο: Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms
P

protected flight zones

προστατευμένες ζώνες πτήσης

protection area

περιοχή προστασίας

provide (to)

παρέχω

provider

πάροχος, φορέας παροχής, παροχέας

provisional inability

προσωρινή ανικανότητα, προσωρινή αδυναμία

PSR blip

PSR μπλίπ, μπλιπ πρωτεύοντος [ραντάρ]

psychoactive substances

ψυχοτρόποι ουσίες, ψυχοτρόπες ουσίες

putting into service

θέση σε [επιχειρησιακή] εκμετάλλευση, θέση σε υπηρεσία