Saturday, 18 May 2024, 12:47 PM
Site: Σχολή Πολιτικής Αεροπορίας
Course: Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms /ABRIVIATION LIST (ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΔΕΚ (ΑΤΜ))
Glossary: Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms
P
pan-european air navigation serviceπανευρωπαϊκή υπηρεσία αεροναυτιλίας
|
pan-European ATM/ANSπανευρωπαϊκή ΔΕΚ/ΥΑΝ
|
parking positionθέση στάθμευσης
|
part-task practice // PTP[πρακτική] εξάσκηση μερικού έργου
|
part-task trainer // PTTεκπαιδευτική συσκευή μερικού έργου
|
partialμερικός
|
partial outage (in the context of contingency)μερική διακοπή λειτουργίας
|
parts and appliancesεξαρτήματα και εξοπλισμός
|
pass (to)μεταβιβάζω
|
passive standπαθητική θέση στάθμευσης
|
patchesκατά ζώνες
|
pathίχνος, διαδρομή
|
pavementεπίστρωση, οδόστρωμα
|
pavement classification number // PCNαριθμός κατάταξης οδοστρώματος
|
perform (to)επιτελώ
|
performanceεπίδοση
|
performance // ALoSPαποδεκτό επίπεδο επίδοσης (της) ασφάλειας"
|
performance criteriaκριτήρια επίδοσης
|
performance indicatorδείκτης επίδοσης
|
performance monitoringπαρακολούθηση των επιδόσεων
|
performance objective[αντικειμενικός] στόχος επίδοσης
|
performance review body // PRBφορέας επανεξέτασης των επιδόσεων, φορέας ανασκόπησης των επιδόσεων
|
performance-based navigation // PBNπλοήγηση βασισμένη στις επιδόσεις, ναυτιλία βασισμένη στις επιδόσεις, επιδοσιπαγής πλοήγηση
|
performance-driven project architectureαρχιτεκτονική έργου οδηγούμενη από την επίδοση, αρχιτεκτονική έργου με γνώμονα την επίδοση
|
person involvedεμπλεκόμενο πρόσωπο
|
persons on board (passengers and crew)επιβαίνοντες (επιβάτες και πλήρωμα)
|
pilotπιλότος, χειριστής
|
pilot (to)χειρίζομαι
|
pilot common projectπιλοτικό κοινό έργο
|
pilot-in-commandκυβερνήτης
|
pilot-in-command under supervisionκυβερνήτης υπό επίβλεψη
|
pilot/driver assistance system // PDASσύστημα βοήθειας πιλότου/οδηγού
|
pitchπρόνευση, κίνηση πάνω κάτω
|
planning and implementation regional group // PIRGπεριφερειακή ομάδα σχεδιασμού και υλοποίησης
|
pointσημείο
|
ponding areaλίμνη ομβρίων υδάτων, λεκάνη κατακράτησης ομβρίων υδάτων
|
portsideαριστερή πλευρά αεροσκάφους
|
position indicationένδειξη θέσης
|
position symbolσύμβολο θέσης
|
positional responseαπόκριση με τη θέση
|
powerισχύς
|
powered-liftισχυογενής άντωση
|
practical trainingπρακτική εκπαίδευση, εκπαίδευση πρακτικής εξάσκησης
|
practiceπρακτική, [πρακτική] εξάσκηση
|
pre-flight checkέλεγχος προ πτήσης
|
pre-flight phaseστάδιο πρό πτήσης
|
precipitationυετός
|
precision approach and landing operafionsπροσεγγίσεις και προσγειώσεις ακριβείας
|
precision approach path indicator // PAPIενδείκτης ίχνους προσέγγισης ακριβείας
|
precision approach procedure // PAδιαδικασίες προσέγγισης ακριβείας
|
precision approach radar // PARραντάρ προσέγγισης ακριβείας
|
precision approach runwayδιάδρομος προσέγγισης ακριβείας
|
precision approach runway category I // CAT Iδιάδρομος προσέγγισης ακριβείας κατηγορίας Ι
|
precision approach runway category II // CAT IIδιάδρομος προσέγγισης ακριβείας κατηγορίας ΙΙ
|
precision approach runway category III // CAT IIIδιάδρομος προσέγγισης ακριβείας κατηγορίας ΙΙΙ
|
precision area navigation // P-RNAVπεριοχική ναυτιλία ακριβείας
|
precision runway monitoring // PRMπαρακολούθηση διαδρόμου ακριβείας
|
predict (to)προλέγω
|
predictabilityπρολεξιμότητα
|
preliminary reportπροκαταρκτική αναφορά
|
present weatherπαρών καιρός
|
pressure altitudeβαρομετρικό ύψος
|
pressure valueτιμή πίεσης
|
pressurisationσυμπίεση
|
pressurizationσυμπίεση
|
prevailing visibilityεπικρατούσα ορατότητα
|
primary radarπρωτεύον ραντάρ
|
primary runwayκύριος διάδρομος
|
primary surveillance radar // PSRπρωτεύον ραντάρ επιτήρησης
|
printed communicationsέντυπες επικοινωνίες
|
prior to on-the-job training // Pre-OJTπροετοιμασία για την εκπαίδευση στην πράξη, προετοιμασία για την επί το έργον εκπαίδευση
|
probability of detection // PDπιθανότητα ανίχνευσης
|
probability of detection of an alert // PDAπιθανότητα ανίχνευσης συνέγερσης
|
probability of false alert // PFAπιθανότητα εσφαλμένης συνέγερσης, πιθανότητα ψευδούς συνέγερσης
|
probability of false detection // PFDπιθανότητα εσφαλμένης ανίχνευσης, πιθανότητα ψευδούς ανίχνευσης
|
probability of false identification // PFIDπιθανότητα εσφαλμένης αναγνώρισης, πιθανότητα ψευδούς αναγνώρισης
|
probability of identification // PIDπιθανότητα αναγνώρισης
|
problematic use of substancesπροβληματική χρήση ουσιών
|
procedural controlδιαδικασιακός έλεγχος
|
procedural separationδιαδικασιακός διαχωρισμός
|
procedureδιαδικασία
|
procedure turnστροφή διαδικασίας
|
procedures for air navigation services // PANSδιαδικασίες για υπηρεσίες αεροναυτιλίας
|
processδιεργασία
|
process (to)επεξεργάζομαι
|
productπροϊόν
|
profileκατατομή, προφίλ
|
profile (or trajectory)προφίλ (ή τροχιά)
|
prohibited areaαπαγορευμένη περιοχή
|
propellerέλικα
|
protected flight zonesπροστατευμένες ζώνες πτήσης
|
protection areaπεριοχή προστασίας
|
provide (to)παρέχω
|
providerπάροχος, φορέας παροχής, παροχέας
|
provisional inabilityπροσωρινή ανικανότητα, προσωρινή αδυναμία
|
PSR blipPSR μπλίπ, μπλιπ πρωτεύοντος [ραντάρ]
|
psychoactive substancesψυχοτρόποι ουσίες, ψυχοτρόπες ουσίες
|
putting into serviceθέση σε [επιχειρησιακή] εκμετάλλευση, θέση σε υπηρεσία
|