Τρίτη, 14 Μάιος 2024, 1:41 πμ
Ιστότοπος: Σχολή Πολιτικής Αεροπορίας
Μάθημα: Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms /ABRIVIATION LIST (ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΔΕΚ (ΑΤΜ))
Γλωσσάριο: Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms
R
radarραντάρ
|
radar approachπροσέγγιση ραντάρ
|
radar blipμπλίπ ραντάρ
|
radar clutterπαράσιτο ραντάρ, παρασιτικό σήμα ραντάρ
|
radar contactεπαφή ραντάρ
|
radar controlέλεγχος [με] ραντάρ
|
radar controllerελεγκτής ραντάρ
|
radar displayοθόνη ραντάρ, απεικόνιση ραντάρ
|
radar echoηχώ ραντάρ
|
radar headingπορεία ραντάρ
|
radar identificationαναγνώριση ραντάρ
|
radar mapχάρτης ραντάρ
|
radar monitoringπαρακολούθηση ραντάρ
|
radar position symbol // RPSσύμβολο θέσης ραντάρ
|
radar responseαπόκριση ραντάρ
|
radar separationδιαχωρισμός ραντάρ
|
radar serviceυπηρεσία ραντάρ
|
radar trackίχνος ραντάρ
|
radar track positionθέση ίχνους ραντάρ
|
radar trackingιχνηλάτηση ραντάρ
|
radar unitμονάδα ραντάρ
|
radar vectoringκαθοδήγηση ραντάρ
|
radio beaconραδιοφάρος
|
radio bearingραδιοδιόπτευση
|
radio direction findingραδιογωνιομετρία
|
radio navigationραδιοπλοήγηση
|
radio navigation serviceυπηρεσία ραδιοπλοήγησης
|
radioactive cloudραδιενεργό νέφος
|
radiocommunication failure // RCFαπώλεια ραδιοεπικοινωνίας
|
radiodeterminationραδιοεπισήμανση, ραδιοεντοπισμός
|
radiotelephony // RTFραδιοτηλεφωνία
|
radomeκαλύπτρα
|
rainβροχή
|
ramjetαυλωθητήρας
|
ramjet engineαυλωθητήρας
|
rampπίστα
|
rapid exit taxiwayτροχόδρομος ταχείας εξόδου
|
rate of climb // ROCβαθμός ανόδου, ρυθμός ανόδου
|
rate of descent // RODβαθμός καθόδου, ρυθμός καθόδου
|
rated air traffic controllerειδικευμένος ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας, ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας κάτοχος ειδικότητας
|
ratingειδικότητα
|
rating endorsementκαταχώριση ειδικότητας
|
rating trainingεκπαίδευση ειδικότητας
|
readableαντιληπτός
|
readbackεπανάληψη [για επιβεβαίωση ορθής λήψης]
|
real equipment // REπραγματικός εξοπλισμός
|
real-timeπραγματικός χρόνος
|
receiver autonomous integrity monitoring // RAIMαυτόνομη παρακολούθηση ακεραιότητας δέκτη
|
receiving controllerλαμβάνων ελεγκτής
|
receiving unitλαμβάνουσα μονάδα
|
recent weatherπρόσφατος καιρός
|
recognise (to)αναγνωρίζω
|
record (to)καταγράφω
|
recovery [to normal perations] (in the context of contingency)ανάκτηση [κανονικής λειτουργίας], ανάκαμψη σε κανονική λειτουργία
|
reduced vertical separation minimum // RVSMμειωμένο ελάχιστο κατακόρυφου διαχωρισμού
|
regional air navigation plan // ANPσχέδιο περιοχικής αεροναυτιλίας
|
regional supplementary procedures // SUPPSπεριοχικές συμπληρωματικές διαδικασίες
|
regular stationκανονικός σταθμός
|
rejected take-offματαιωθείσα απογείωση, ματαίωση απογείωσης
|
rejected take-off areaπεριοχή ματαιωθείσας απογείωσης
|
relate (to)σχετίζω
|
relative humidityσχετική υγρασία
|
relativesσυγγενείς
|
relay (to)αναμεταδίδω
|
releaseαποδέσμευση
|
release timeχρόνος αποδέσμευσης
|
reliabilityαξιοπιστία
|
remedial trainingενισχυτική εκπαίδευση
|
rendering (a licence) validεπικύρωση (πτυχίου)
|
renewalανανέωση
|
repetitive flight plan // RPLεπαναληπτικό σχέδιο πτήσης
|
report formέντυπο αναφοράς
|
reporting pointσημείο αναφοράς
|
request flight plan // RQPαίτηση σχεδίου πτήσης
|
request supplementary flight plan // RQSαίτηση συμπληρωματικού σχεδίου πτήσης
|
required ATM system performance // RASPαπαιτούμενη επίδοση συστημάτων ΔΕΚ
|
required communication performance // RCPαπαιτούμενη επίδοση επικοινωνιών
|
required communication performance type // RCP typeτύπος απαιτούμενης επίδοσης επικοινωνιών
|
required navigation performance // RNPαπαιτούμενη επίδοση ναυτιλίας
|
required navigation performance typeτύπος απαιτούμενης επίδοσης ναυτιλίας
|
required total system performance // RTSPαπαιτούμενη συνολική επίδοση συστήματος
|
required ΑΤΜ performance // RAPαπαιτούμενη επίδοση ΔΕΚ
|
requirements (in the context of contingency)απαιτήσεις
|
requirements validityεγκυρότητα απαιτήσεων
|
rescue and fire fighting // RFFδιάσωση και πυρόσβεση
|
rescue coordination centre // RCCκέντρο συντονισμού διάσωσης, κέντρο συντονισμού έρευνας και διάσωσης
|
rescue unitμονάδα διάσωσης, μονάδα έρευνας και διάσωσης
|
resolution advisory indication // RAένδειξη σύστασης για αποφυγή εμπλοκής, ένδειξη συμβουλής επίλυσης
|
respond (to)αποκρίνομαι
|
response timeχρόνος απόκρισης
|
restricted areaπεριορισμένη περιοχή
|
revalidationεπανεπικύρωση, εκ νέου επικύρωση
|
revalidation trainingεκπαίδευση επανεπικύρωσης
|
reverse pitchανάστροφο βήμα
|
reverse thrustανάστροφη ώση
|
reversion timeχρόνος επανόδου
|
right-of-wayπροτεραιότηττα
|
rimeομιχλοκρύσταλλοι
|
riskδιακινδύνευση, ρίσκο
|
risk managementδιαχείριση διακινδύνευσης, διαχείριση ρίσκου
|
risk mitigationμετριασμός διακινδύνευσης, μετριασμός ρίσκου
|
roadδρόμος
|
road holding positionσημείο κράτησης οδικής κυκλοφορίας
|
role-play // Roleπαιχνίδι ρόλων
|
rollδιατοιχισμός , περιστροφή / κλίση στροφής
|
roll (to)στριφογυρίζω, κινούμαι προς τα εμπρός (τσουλάω)
|
rotorστροφείο
|
rotor washαπόρρευμα στροφείου
|
routeδιαδρομή
|
route and traffic orientationγενικός προσανατολισμός περί διαδρομών και κυκλοφορίας
|
route chargesτέλη διαδρομής
|
route descriptionπεριγραφή διαδρομής
|
route networkδίκτυο διαδρομών
|
route segmentτμήμα διαδρομής
|
route stageσκέλος διαδρομής
|
routineσυνήθης, τακτικός
|
routine inspectionτακτική επιθεώρηση
|
routine weather reports broadcast on VHF // VOLMETεκπομπή στα VHF συνήθων αναφορών καιρού , εκπομπή στα VHF τακτικών αναφορών καιρού
|
routine [meteorological] reportσυνήθης [μετεωρολογική] αναφορά, τακτική [μετεωρολογική] αναφορά
|
routingόδευση, δρομολόγηση
|
routing areaπεριχοχή οδεύσεων
|
rudderπηδάλιο διεύθυνσης
|
run-upδοκιμή κινητήρα
|
runwayδιάδρομος
|
runway centreline[κεντρικός] άξονας διαδρόμου, κεντρική γραμμή διαδρόμου
|
runway contaminationρύπανση διαδρόμου, επικαθίσεις διαδρόμου
|
runway depositsσυσσωρεύσεις διαδρόμου
|
runway designatorενδείκτης διαδρόμου
|
runway edge lightingπλευρικός φωτισμός διαδρόμου, φωτισμός πλευρικού άκρου διαδρόμου
|
runway end safety area // RESAπεριοχή ασφαλείας τέλους διαδρόμου, περιοχή ασφαλείας πέρατος διαδρόμου
|
runway excursionυπέρβαση ορίων διαδρόμου
|
runway foamingεπίστρωση διαδρόμου με αφρό
|
runway guard lightsπροειδοποιητικά φώτα προστασίας διαδρόμου
|
runway holding positionσημείο κράτησης διαδρόμου
|
runway in useεν χρήσει διάδρομος, διάδρομος σε χρήση
|
runway incursionπαρείσφρηση στον διάδρομο
|
runway shoulderέρεισμα διαδρόμου
|
runway stripλωρίδα διαδρόμου
|
runway turn padπέλμα στροφής διαδρόμου
|
runway visual range // RVRορατή εμβέλεια διαδρόμου, ορατή απόσταση διαδρόμου
|