Τετάρτη, 8 Μάιος 2024, 10:39 μμ
Ιστότοπος: Σχολή Πολιτικής Αεροπορίας
Μάθημα: Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms /ABRIVIATION LIST (ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΔΕΚ (ΑΤΜ))
Γλωσσάριο: Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms
S
safetyασφάλεια (από ακούσιους παράγοντες)
|
safety action group // SAGομάδα δράσης για την ασφάλεια
|
safety areaπεριοχή ασφαλείας
|
safety argumentεπιχειρηματολογία ασφάλειας, επιχείρημα ασφάλειας
|
safety assuranceεγγύηση [της[ ασφάλειας, διασφάλιση [της[ ασφάλειας
|
safety caseυπόθεση ασφάλειας
|
safety data collection and processing system // SDCPSσύστημα συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων ασφάλειας
|
safety directiveοδηγία ασφάλειας
|
safety investigationδιερεύνηση ασφάλειας
|
safety management manual // SMMεγχειρίδιο διαχείρισης [της] ασφάλειας
|