course leader

συντονιστής [εκπαιδευτικής] σειράς, συντονιστής [εκπαιδευτικού] προγράμματος

» Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms