abeam (a point)

στο ύψος (ενός σημείου), δίπλα (στο σημείο), παραπλεύρως (του σημείου)

» Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms