ATS airspace(-s)

εναέριος(-οι) χώρος(-οι) ATS, εναέριος(-οι) χώρος(-οι) ΥΕΚ

» Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms