authority (government organization)

αρχή, Υπηρεσία (με την έννοια της κρατικής διοικητικής αρχής)

» Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms