operate an ATM functionality (to)

εκμεταλλεύομαι μια λειτουργική δυνατότητα ΔΕΚ

» Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms