putting into service

θέση σε [επιχειρησιακή] εκμετάλλευση, θέση σε υπηρεσία

» Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms