situational awareness

ενημερότητα σχεικά με την(-ις) κατάσταση(-εις), επίγνωση [της(-ων)] καταστάσης(-εων)

» Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms