stabilizer (horizontal)

(οριζόντιος) σταθεροποιητής, (οριζόντιο) ουραίο πτέρωμα

» Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms