unforseen outage (in the context of contingency)

απρόβλεπτη διακοπή λειτουργίας

» Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms