Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ) - ΑΤΜ glossary of terms


Το παρόν λεξικό εκπονήθηκε από την ΟΜΕΟΔΕΚ με την επιστημονική συνδρομή της ΕΛΕΤΟ. Η απόδοση των όρων αποτελεί απλώς μια τεκμηριωμένη πρόταση της ομάδας μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο ορολογικό πλαίσιο και φυσικά δεν υπαγορεύει την μονοσήματη χρήση τους.  Το εν λόγω έργο έχει στόχο να αποτελέσει ένα ενιαίο και διαχρονικό ορολογικό πλαίσιο στο πεδίο της ΔΕΚ, που θα εξυπηρετεί σκοπούς όπως η ποιότητα στην σύνταξη αλλά και η μετάφραση κανονιστικών κειμένων, η κατοχύρωση και πιστοποίηση της Ελληνικής γλώσσας, η εκπαίδευση του προσωπικού, η αρτιότερη επικοινωνία κλπ

Λέξεις σε παρένθεση (...) χρησιμοποιούνται ως διυκρινιστικοί προσδιορισμοί που μπορεί να είναι απαραίτητοι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις

Λέξεις σε αγκύλη [...] καταδεικνύουν προαιρετικές πρόσθετες λέξεις  των οποίων η χρήση μπορεί να κρίνεται σκόπιμη σε ορισμένες περιπτώσεις


Για επικοινωνία με την ΟΜΕΟΔΕΚ (για σχόλια, παρατηρήσεις, προτάσεις νέων όρων κλπ) στείλτει email στο: omeodek@gmail.com
Περιήγηση στο γλωσσάριο χρησιμοποιώντας αυτό το ευρετήριο

Ειδικά | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | 0 | 1 | 2 | 3 | 4 | 5 | 6 | 7 | 8 | 9 | ΟΛΑ

Σελίδα:  1  2  3  4  5  6  7  8  9  10  ...  19  (Επόμενο)
  ΟΛΑ

C

cabin fire

φωτιά στον χώρο της καμπίνας επιβατών, πυρκαγιά στον χώρο της καμπίνας επιβατών

calculate (to)

υπολογίζω

calendar

ημερολόγιο

canard

ριναίο πηδάλιο ανόδου - καθόδου

cancellation // CNL

ακύρωση

canopy

καλύπτρα

capability

ικανότητα

capacitor discharge light

λυχνία φωτεινών εκκενώσεων

capacity

χωρητικότητα, δυναμικότητα

cargo

φορτίο, εμπόρευμα

cargo flight

πτήση μεταφοράς εμπορευμάτων

cargo terminal

εμπορευματικός σταθμός

case study // Case

μελέτη περίπτωσης, περιπτωσιακή μελέτη

categories of aeroplanes

κατηγορίες αεροπλάνων

categories of precision approach operations

κατηγορίες [λειτουργιών] προσέγγισης ακριβείας

causes

αίτια

CAVOK // CAVOK

CAVOK

ceiling

οροφή

central flow management unit // CFMU

κεντρική μονάδα διαχείρισης [της] ροής

certificate

πιστοποιητικό

certification

πιστοποίηση

certified aerodrome

πιστοποιημένο αεροδρόμιο

certify as airworthy (to)

πιστοποιώ πτητική ικανότητα

change management

διαχείριση αλλαγών

changeover point

σημείο αλλαγής

channel

δίαυλος, κανάλι

channel spacing

διαχωρισμός διαύλων [επικοινωνίας], διαυλοποίηση

characterise (to)

χαρακτηρίζω

charging scheme

μηχανισμός χρέωσης

check (to)

ελέγχω

check flight

πτήση ελέγχου

Chicago convention

σύμβαση του Σικάγου

chief executive officer // CEO

διευθύνων σύμβουλος

chocks

τροχοεμποδιστήρες, τσοκς

choose (to)

επιλέγω

circle (το)

πραγματοποιώ κύκλο

circling approach

κυκλική προσέγγιση

circular // Cir

εγκύκλιος

cirrocumulus // CC

θυσανοσωρείτες

cirrostratus // CS

θυσανοστρώματα

cirrus // CI

θύσανοι

civil air navigation services organisation // CANSO

οργανισμός υπηρεσιών πολιτικής αεροναυτιλίας

civil aviation authority // CAA

υπηρεσία πολιτικής αεροπορίας, αρχή πολιτικής αεροπορίας // ΥΠΑ

civil aviation training centre // CATC

κέντρο εκπαίδευσης πολιτικής αεροπορίας // ΣΠΟΑ

civil-military coordination

συντονισμός πολιτικού και στρατιωτικού τομέα

clearance function

λειτουργική οργάνωση εξουσιοδότησης

clearance limit

όριο εξουσιοδότησης

clearance void time

χρόνος λήξης εξουσιοδότησης

clearway // CWY

περιοχή ελεύθερη εμποδίων

climb out

φάση [αρχικής] ανόδου

climb out area

περιοχή [αρχικής] ανόδου

co-pilot

συγκυβερνήτης

coasted

υπολογισμός κατά παρέκταση [μακράς περιόδου]

cockpit

θάλαμος διακυβέρνησης, πιλοτήριο

cockpit voice recorder // CVR

αποτυπωτής ομιλίας θαλάμου διακυβέρνησης, καταγραφικό ομιλιών πιλοτηρίου

code (SSR)

κώδικας (SSR), κωδικός (SSR)

code allocation list

κατάλογος εκχώρησης κωδικών, κατάλογος διανομής κωδικών

coded designator

κωδικοποιημένος προσδιοριστής

collaborative decision making // CDM

συνεργατική λήψη αποφάσεων

collect (to)

συλλέγω

commercial air transport

εμπορική αερομεταφορά, εμπορική αεροπορική μεταφορά

commercial air transport movements

κινήσεις εμπορικών αερομεταφορών, εμπορικές αεροπορικές κινήσεις

commercial air transport operation

δραστηριότητα εμπορικής αερομεταφοράς, λειτουργία εμπορικής αερομεταφοράς

commercial operation

εμπορική δραστηριότητα

commercially important person // CIP

εταιρικός επίσημος

committee on aviation environmental protection // CAEP

επιτροπή για την αεροπορική περιβαλλοντική προστασία

common ICAO data interchange network // CIDIN

κοινό δίκτυο ICAO για ανταλλαγή δεδομένων

common point

κοινό σημείο

communication services

υπηρεσίες επικοινωνιών

communications // COM

επικοινωνίες

communications, navigation and surveillance // CNS

επικοινωνίες, πλοήγηση και επιτήρηση

communications, navigation, and surveillance/air traffic management // CNS/ATM

επικοινωνίες, πλοήγηση και επιτήρηση/διαχείριση εναέριας κυκλοφορίας

compacted snow

συμπιεσμένο χιόνι

competence

επάρκεια

competency

επάρκεια, ικανότητα

competency element

στοιχείο ικανότητας, στοιχείο επάρκειας

competency unit

μονάδα ικανότητας, μονάδα επάρκειας

competent member state

αρμόδιο κράτος μέλος

complex motor-powered aircraft

σύνθετο μηχανοκίνητο αεροσκάφος

comply (to)

συμμορφώνομαι

comptence assessor

αξιολογητής επάρκειας

comptence examiner

εξεταστής επάρκειας

computer

υπολογιστής

computer-based training // CBT

εκπαίδευση βασισμένη σε υπολογιστή, πληροφορικοπαγής εκπαίδευση

computer/web-based training // CWBT

εκπαίδευση βασισμένη σε υπολογιστή / διαδίκτυο

concept of operation

αρχές λειτουργίας

concept of use

τρόπος χρήσης

concurrent wind direction

συμπίπτουσα διεύθυνση ανέμου

concurrent wind speed

συμπίπτουσα ταχύτητα ανέμου

condensation trail (contrail)

ίχνος συμπύκνωσης

conditional clearance

υπό συνθήκη εξουσιοδότηση

conditional route // CDR

διαδρομή υπό όρους, υπό συνθήκη διαδρομή

conduct (to)

διεξάγω

cone of silence

κώνος σιγής

conference communications

επικοινωνίες διάσκεψης

configuration

διαμόρφωση

configuration data

δεδομένα διαμόρφωσης

confirm (to)

επιβεβαιώνω

conflict

εμπλοκή

conflict detection

ανίχνευση εμπλοκής

conflict alert

συνέγερση εμπλοκής

conflict horizon

ορίζοντας εμπλοκής

conflict management // CM

διαχείριση εμπλοκής(-ών)

conflict search

αναζήτηση εμπλοκής(-ών)

congestion

συμφόρηση, συνωστισμός

consider (to)

εξετάζω [προσεκτικά]

conspicuity code

κωδικός ευδιακριτότητας

constant descent arrival

άφιξη σταθερής καθόδου

constituents

συστατικά στοιχεία

constraint

περιορισμός

contact point

σημείο επαφής

contaminated runway

ρυπασμένος διάδρομος, διάδρομος με επικαθίσεις

contamination

ρύπανση, επικάθιση

content

περιεχόμενο

contingency

έκτακτη κατάσταση, απρόοπτη κατάσταση, απρόοπτο

contingency life-cycle

κύκλος ζωής έκτακτων καταστάσεων, κύκλος ζωής απρόοπτων καταστάσεων

contingency modes

περιπτώσεις (είδη) έκτακτων καταστάσεων, περιπτώσεις (είδη) απρόοπτων καταστάσεων

contingency plan

σχέδιο [αντιμετώπισης] έκτακτων καταστάσεων, σχέδιο [αντιμετώπισης] απρόοπτων καταστάσεων

contingency planning

σχεδιασμός [αντιμετώπισης] έκτακτων καταστάσεων, σχεδιασμός [αντιμετώπισης] απρόοπτων καταστάσεων

continuation training

συνεχής εκπαίδευση

continuing oversight

συνεχής επίβλεψη, συνεχής επιτήρηση

continuity

συνέχεια

continuous day and night service // H24

συνεχής εικοσιτετράωρη υπηρεσία

continuous descend approach // CDA

προσέγγιση σταθερής καθόδου

control sector

τομέας ελέγχου

control area

περιοχή ελέγχου

control assistant

βοηθός ελεγχου

control zone // CTR

ζώνη ελέγχου

controlled airspace (instrument/visual)

ελεγχόμενος εναέριος χώρος (ενόργανος/εξ όψεως)

controlled aerodrome

ελεγχόμενο αεροδρόμιο

controlled airspace

ελεγχόμενος εναέριος χώρος

controlled airspace (instrument restricted)

ελεγχόμενος εναέριος χώρος (μόνο ενόργανες πτήσεις)

controlled airspace (visual exempted)

ελεγχόμενος (εκτός των VFR) εναέριος χώρος

controlled flight

ελεγχόμενη πτήση

controlled flight into terrain // CFIT

πρόσκρουση ελεγχόμενης πτήσης στο έδαφος

controlled VFR flight

ελεγχόμενη VFR πτήση

controller

ελεγκτής

controller pilot data link communications // CPDLC

επικοινωνίες δεδομένων μεταξύ ελεγκτή - χειριστή αεροσκάφους, επικοινωνίες ζεύξης δεδομένων ελεγκτή-πιλότου

controlling military unit

στρατιωτική μονάδα ελέγχου

converging aircraft

συγκλίνοντα αεροσκάφη, κατά μέτωπον

converging runway display aid // CRDA

βοήθημα απεικόνισης συγκλινόντων διαδρόμων, βοήθημα οπτικής παρουσίασης συγκλινόντων διαδρόμων

conversion training

εκπαίδευση μετατροπής

cooperative decision making

συλλογική λήψη αποφάσεων, συνεργατική λήψη αποφάσεων

cooperative separation

συνεργατικός διαχωρισμός

cooperative surveillance

συνεργατική επιτήρηση

cooperative surveillance chain

συνεργατική αλυσίδα επιτήρησης

coordinate (to)

συντονίζω

coordinated universal time // UTC

συντονισμένη παγκόσμια ώρα

coordination // CDN

συντονισμός

coordination data

δεδομένα συντονισμού

coordination point

σημείο συντονισμού

corpus

κύριο σώμα

correct and complete EATMN software verification

ορθή και πλήρης επαλήθευση του λογισμικού ΕΔΔΕΚ

corrective action

διορθωτικό μέτρο, διορθωτική ενέργεια

correlation

συσχέτιση, συσχετισμός

cost base

βάση υπολογισμού

cots

εμπορικά ετοιμοπαράδοτο προϊόν

course leader

συντονιστής [εκπαιδευτικής] σειράς, συντονιστής [εκπαιδευτικού] προγράμματος

crash

συντριβή

crash alarm

συναγερμός συντριβής, συναγερμός ατυχήματος

crash tender

πυροσβεστικό όχημα επέμβασης σε αεροπορικά ατυχήματα

credit (in the context of alternative means or prior qualifications)

αναγνώριση

crew resource management // CRM

ολοκληρωμένη αξιοποίηση πληρώματος, διαχείριση πόρων πληρώματος

crisis management centre // SMC

κέντρο διαχείρισης κρίσεων

critical event

κρίσιμο συμβάν

critical incident stress

στρες [λόγω] κρίσιμων περιστατικών

critical incident stress management // CISM

διαχείριση [του] στρες [λόγω] κρίσιμων περιστατικών

critical part of the airport

κρίσιμο τμήμα του αερολιμένα

cross bleed (or feed)

διασταυρούμενη τροφοδότηση, σύνθετη τροφοδότηση

cross bleed (or feed) [engine] start

εκκίνηση [κινητήρων] διασταυρούμενης τροφοδότησης, εκκίνηση [κινητήρων] σύνθετης τροφοδότησης

cross-border airspace

διασυνοριακός εναέριος χώρος, διαμεθοριακός εναέριος χώρος

cross-border services

διασυνοριακές υπηρεσίες

cross-country

αεροναυτιλιακό ταξίδι

crosswind

πλάγιος άνεμος, πλευρικός άνεμος, εγκάρσιος άνεμος

cruise climb

άνοδος πλεύσης

cruise climb (to)

εκτελώ άνοδο πλεύσης

cruising level

επίπεδο πλεύσης

cruising speed

ταχύτητα πλεύσης

cumulonimbus // CB

σωρειτομελανίας

cumulus // CU

σωρείτες

current data authority

τρέχουσα αρχή δεδομένων

current flight plan // CPL

ισχύον σχέδιο πτήσης

cutover

μετάζευξη, σύνδεση εν θερμώ

cyclic redundancy check // CRC

περιοδικός έλεγχος επάρκειας


Σελίδα:  1  2  3  4  5  6  7  8  9  10  ...  19  (Επόμενο)
  ΟΛΑ